Τα παλαιότερα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας δεν διαφέρουν κατά πολύ από τα σημερινά, όσον αφορά τον εκκλησιασμό του κόσμου. Μόνη διαφορά είναι ότι το Ευχέλαιο, που γίνεται σήμερα την Μεγάλη Τετάρτη νωρίς το απόγευμα, γινόταν τότε το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης. Τα αξιόλογα έθιμα άρχιζαν από τη Μ. Τετάρτη. Επειδή τα πιο πάνω έθιμα είναι πολλά, στο παρόν κείμενο θα δούμε μόνο αυτά της Μεγάλης Τετάρτης, της Μεγάλης Πέμπτης και ανήμερα του Πάσχα.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Το αλεύρι στο σπίτι του παπά
Την ημέρα αυτή κάθε νοικοκυρά πήγαινε στο σπίτι του παπά της ενορίας της ένα πιάτο με αλεύρι, που το έδινε στην παπαδιά. Η παπαδιά το άδειαζε σε μια μεγάλη σκάφη και το βράδυ, όταν είχε μαζευτεί μεγάλη ποσότητα, το ζύμωνε, χωρίς να ρίξει μέσα μαγιά («προζύμι»). Μετά το ζύμωμα, το άδειαζε σε μεγάλη λεκάνη, το πασπάλιζε με λίγο αλεύρι και τοποθετούσε επάνω ένα κλωνάρι βασιλικό. Ο βασιλικός αντικαθιστούσε τη μαγιά, χωρίς να μπορεί να δοθεί σ’ αυτό λογική εξήγηση. Έπειτα ο παπάς τοποθετούσε επάνω τον σταυρό, που χρησιμοποιούσε στα ευχέλαια και διάβαζε μιαν ευχή. Κατόπιν σκέπαζαν το ζυμάρι μ’ ένα πανί και το πρωί της Μ. Πέμπτης, το ζυμάρι κατ’ ανεξήγητο τρόπο είχε φουσκώσει. Πάντως η μετατροπή του άζυμου ζυμαριού σε ένζυμο, με τη βοήθεια μόνο του βασιλικού, ήταν για τους πιστούς ένα μικρό θαύμα. Το πρωί της Μ. Πέμπτης μετέφεραν τη σκάφη με το ζυμάρι στην εκκλησία με κάρο.
Το έθιμο αυτό διατηρείτο στο Κορωπί μέχρι τις αρχές του 20ου αι., ενώ στο Λιόπεσι διατηρήθηκε περίπου μέχρι το 1920.
(Πληροφορία Ελένης Σταμ. Μαργέτη, σ. Δ. Κιούση)
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Η διανομή του ζυμαριού κατά τον Όρθρο
Κατά τον Όρθρο της Μ. Πέμπτης, οι γυναίκες που είχαν δώσει αλεύρι την προηγούμενη μέρα, πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν από το χέρι της παπαδιάς ένα κομμάτι από το ζυμάρι, που το τύλιγαν σε μια μικρή πετσέτα. Το ζυμάρι αυτό το χρησιμοποιούσαν σαν μαγιά στο ζύμωμα των πασχαλιάτικων αρτοσκευασμάτων (κουλούρες, τσουρέκια και «κοσόνες»). Το προζύμι το έπιαναν τη Μ. Παρασκευή το βράδυ. Η εργασία αυτή εξαιρείτο από τη γενική απαγόρευση εργασιών της ημέρας αυτής.
Το Ευχέλαιο. Όπως είδαμε, παλαιότερα το πρωί της ημέρας αυτής γινόταν στις εκκλησίες το Ευχέλαιο, αντί του μεσημεριού της Τετάρτης. Το σταύρωμα με το βαμβάκι, που ήταν βουτηγμένο στο άγιο μύρο, στο πρόσωπο και στις παλάμες, γινόταν όπως και σήμερα.
Το βάψιμο των αβγών και η κατασκευή των κεριών. Οι μόνες σπιτικές εργασίες που επιτρέπονταν την ημέρα αυτή, ήσαν το βάψιμο των αυγών και η κατασκευή των κεριών και των λαμπάδων, που θα χρησιμοποιούσαν τα μέλη της οικογένειας, στον Επιτάφιο, την Ανάσταση και στην ακολουθία της Αγάπης ανήμερα το Πάσχα. Αν κάποια οικογένεια πενθούσε για το θάνατο κάποιου οικείου προσώπου και δεν είχε περάσει ένας χρόνος, δεν έβαφε αβγά.
Θεωρείτο επίσης ντροπή αν κάποιος κρατούσε τις ημέρες αυτές αγορασμένο κερί. Αυτό σήμαινε πως η νοικοκυρά του σπιτιού ήταν κακή και φυγόπονη.
Τα δώδεκα Ευαγγέλια. Το βράδυ πολύς κόσμος, όπως και σήμερα, παρακολουθούσε στην εκκλησία την ακολουθία με τα 12 Ευαγγέλια. Στον σταυρό έβαζαν ένα και μόνο στεφάνι από λουλούδια, που έφτιαχναν οι επίτροποι της εκκλησίας.
ΑΝΗΜΕΡΑ ΠΑΣΧΑ
Το πρωινό. Η απουσία του οβελία και του κοκορετσιού
Το πρωί του Πάσχα όλοι ξυπνούσαν κάπως αργά, λόγω της αγρυπνίας κατά την προηγούμενη νύχτα της Ανάστασης. Οι νοικοκυρές άναβαν το φούρνο για να ψήσουν το αρνί, σκέτο ή με πατάτες. Στις εύπορες οικογένειες ψήνονταν έως δυο αρνιά, ενώ οι φτωχιές περιορίζονταν σε μια κότα. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που σούβλιζαν αρνί στην αυλή τους. Το κοκορέτσι το έφτιαχναν μόνο στις ταβέρνες, αλλά όχι την ημέρα του Πάσχα, συνήθως εορτές και Κυριακές.
Το έθιμο του οβελία δεν είναι μεσογείτικο έθιμο και έγινε γνωστό στους αρβανίτες από τις λίγες οικογένειες των βλάχων, που κατοικούσαν συνήθως στις παρυφές των χωριών. Αυτοί σούβλιζαν αρνί ή το έβαζαν στο γάστρο. Οπωσδήποτε στους μεσογείτες ήταν άγνωστο το έθιμο να σουβλίζονται αρνιά στους δρόμους, καθώς και η διανομή μεζέδων, που συνοδεύεται με οινοποσία, πριν του κυρίως φαγητού σε γνωστούς και περαστικούς.
Μέχρι το μεσημέρι, εκτός από τις νοικοκυρές, που είχαν την ευθύνη του ψησίματος του φαγητού, οι άντρες φρόντιζαν τα ζώα, ενώ τα παιδιά έπαιζαν.
Η ακολουθία της Αγάπης. Πάντως οι πιο πολλοί φρόντιζαν να πάνε στις 10 η ώρα στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Αγάπης. Η ώρα της διεξαγωγής αυτής της λειτουργίας δεν ήταν σταθερή, γιατί άλλοτε γινόταν πριν το μεσημέρι και άλλοτε μετά. Παλαιότερα γινόταν στις 10 το πρωί. Το ενδιαφέρον αυτής της ακολουθίας είναι ότι το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε πολλές ξένες γλώσσες.
Στα Μεσόγεια, επειδή η μόνη «ξένη» γλώσσα, που γνώριζαν οι παπάδες, ήσαν τα αρβανίτικα, έλεγαν το Ευαγγέλιο στην αρβανίτικη (όχι αλβανική) γλώσσα. Οι παπάδες έβλεπαν το κείμενο στα ελληνικά και αυτομάτως το μετέφραζαν στα αρβανίτικα, όπως νόμιζε ο καθένας, χωρίς να διαβάζουν συγκεκριμένο αρβανίτικο κείμενο είτε με λατινικούς είτε με ελληνικούς χαρακτήρες.
Ο εορταστικός πασχαλιάτικος σοφράς. Όταν ψηνόταν το φαγητό, οι εύπορες οικογένειες δεν παρέλειπαν να στείλουν με κάποιο παιδί ένα πιάτο φαγητό με κρέας, τυρί, κόκκινα αβγά και ψωμί σε κάποιο φτωχικό σπίτι ή σε άνθρωπο άρρωστο, σύμφωνα με το πνεύμα της ημέρας.
Λίγο μετά τις 11 η ώρα το πρωί, πριν καν έρθει το μεσημέρι, όλοι είχαν επιστρέψει από τη λειτουργία της Αγάπης. Στρωνόταν τότε μέσα στο δωμάτιο ο εορταστικός σοφράς με το αρνί, το φρέσκο τυρί, το γιαούρτι, την κοσόνα και τα κόκκινα αβγά. Όπως είπαμε και πιο πάνω, ατομικό πιάτο δεν υπήρχε, το φαγητό το έπαιρναν απευθείας από το ταψί ή την κοινή πιατέλα. Σαλάτα λαχανικών δεν υπήρχε πάντοτε, ίσως μόνο μαρούλι με φρέσκα κρεμμυδάκια και άνηθο. Η μέρα αυτή ήταν μια από τις λίγες, που όλοι χόρταιναν το κρέας, γιατί τις άλλες μέρες σπάνια το έβρισκαν ή ήταν πολύ λιγοστό. Το κρασί ήταν κι αυτό μπόλικο. Πριν αρχίσει το φαγητό, όλοι όρθιοι έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη» και αντάλλασσαν ευχές, ευχόμενοι κυρίως στον παππού και στη γιαγιά «καλή ψυχή».
Μετά το φαγητό οι περισσότεροι έπεφταν για ύπνο, γιατί σε λίγο έπρεπε να σηκωθούν για να πάνε στο δημόσιο χορό.
Ο δημόσιος πασχαλιάτικος χορός. Στις δύο η ώρα μετά το μεσημέρι όλοι ετοιμάζονταν και φορούσαν τα γιορτινά τους ρούχα, για να παραστούν στο δημόσιο εορταστικό χορό, με πίπιζα και νταούλι. Ο πασχαλιάτικος χορός στο Κορωπί γινόταν στην κεντρική πλατεία, ενώ στην Παιανία γινόταν στην Πλάκα (πλατεία Χριστουγέννησης). Στα σπίτια έμεναν μόνο οι γριές και η γέροι. Αν κάποια γριά παραβρισκόταν μεταξύ των θεατών του χορού, τη σχολίαζαν λέγοντας την αρβανίτικη (αλλά και ελληνική) παροιμία: Çë do dhelpëra në pazar? (=Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;). Τον χορό άνοιγαν πρώτα τα παλικάρια του χωριού, όπως γινόταν και τις αποκριές. Μεζέδες και κρασιά δε σερβίρονταν κατά τη διάρκεια του χορού, ο οποίος κρατούσε πολλές ώρες, μέχρι τη δύση του ηλίου. Οι γυναίκες αποχωρούσαν νωρίτερα, ενώ οι άντρες παρέμεναν μέχρι την ώρα που άρχιζε να σκοτεινιάζει.
Το δείπνο. Οι επισκέψεις. Όταν γύριζαν όλοι από το χορό, έστρωναν και πάλι το σοφρά κι έτρωγαν το υπόλοιπο αρνί κι ό,τι άλλο είχε περισσέψει από το μεσημέρι. Πάντως κρέατα περίσσευαν και για τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας του Πάσχα κι αυτά ήσαν τα κεφάλια, τα εντόσθια και τα πόδια των σφαχτών. Επισκέψεις σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια δε γίνονταν ανήμερα του Πάσχα. Οι επισκέψεις γίνονταν την επόμενη μέρα, Δευτέρα της Διακαινησίμου, που γιορτάζουν οι Τάσοι, οι Τασούλες και τις περισσότερες χρονιές οι Γιώργηδες και οι Γεωργίες.
Το πασχαλιάτικο ποιηματάκι των παιδιών. Χαριτωμένο ήταν ένα πασχαλιάτικο ποιηματάκι, σε μορφή ερωταποκρίσεων, που έλεγαν στα αρβανίτικα τα μικρά παιδιά τις ημέρες του Πάσχα και όχι μόνο:
- Erdhnë Pashkëtë…
-Çë do hamë?
-Ka inë Zot…
-Vemi të vjedhmë?
-Krëç! t’ e presmë!
(Μετάφραση)
-΄Ηρθε το Πάσχα…
-Τι θα φάμε;
-Έχει ο Θεός…
-Πάμε να κλέψουμε;
-Κρατς! Να το κόψουμε! (εννοεί το δάχτυλο)
Το ποιηματάκι αυτό με τους πέντε στίχους το έλεγαν τα μικρά παιδιά το ένα στο άλλο. Το παιδί που άκουγε, πρότεινε την παλάμη του στο άλλο από την έξω πλευρά και το άλλο, που απήγγειλλε τους στίχους, έπιανε διαδοχικά σε κάθε στίχο την άκρη ενός δακτύλου, αρχίζοντας από το αντίχειρα. Το «κρατς!» το έλεγε στο τελευταίο δαχτυλάκι, πιέζοντας πολύ το δάχτυλο, ώστε το παιδί που άκουγε, να πονέσει αρκετά και να δυσαρεστηθεί προσωρινά, αλλά μετά να γελάσει με το αστείο.
Από κοινωνιολογική άποψη το πιο πάνω ποίημα σημαίνει πως η κλεψιά κατά τα χρόνια αυτά ήταν μάλλον συνηθισμένο πράμα. Όμως υπήρχε η επίγνωση της κακής πράξης, γι’ αυτό, όταν γινόταν η πρόταση για κλοπή, είχε ως συνέπεια να κόβεται (εικονικά) ένα κομμάτι από το δάχτυλο του παιδιού.
Χρόνια Πολλά!
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΔΗΜΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ